προσάψω

προσάψω
προσά̱ψω , προσάπτω
fasten to
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
προσάπτω
fasten to
aor subj act 1st sg
προσάπτω
fasten to
fut ind act 1st sg
προσά̱ψω , προσάπτω
fasten to
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
προσάπτω
fasten to
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσάπτω — προσάπτω, (προσήψα) βλ. πίν. 213 Σημειώσεις: προσάπτω : ο αόριστος προσήψα δε συνηθίζεται. Απαντώνται κυρίως οι τύποι της υποτακτικής (να προσάψω κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”